- ἄμοιρος
- ἄμοιροςwithout lotmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμοιρος — η, ο (Α ἄμοιρος, ον) 1. αυτός που δεν έχει καλή μοίρα, δύσμοιρος, άτυχος, δυστυχής 2. (με γενική) αυτός που δεν μετέχει σε κάτι ή στερείται κάτι αρχ. ο απαλλαγμένος από κάτι κακό «ἄμοιρος ὕβρεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μοῖρα. ΠΑΡ. αμοιρέω,… … Dictionary of Greek
άμοιρος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μερίδιο, αμέτοχος: Άμοιρος παιδείας (απαίδευτος). 2. δυστυχισμένος: Άλλον στον κόσμο δεν είχε η άμοιρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άμοιρος, Κωνσταντίνος — (18ος αι.). Φίλος του Ρήγα Φεραίου. Εγκαταστάθηκε στη Βιέννη όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Συνελήφθη από τις αυστριακές αρχές, αλλά παρά τις αποδείξεις συνεργασίας του με τον Ρήγα, αφέθηκε ελεύθερος. Το ότι δεν παραδόθηκε στους Τούρκους μαζί με… … Dictionary of Greek
Άμοιρος, Νικόλαος — (αρχές 19ου αι.). Πλούσιος Χιώτης έμπορος με πατριωτική δράση. Έπεσε θύμα των σφαγών που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη τις πρώτες μέρες της Επανάστασης … Dictionary of Greek
ἄμοιρον — ἄμοιρος without lot masc/fem acc sg ἄμοιρος without lot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιρότεροι — ἄμοιρος without lot masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοίροις — ἄμοιρος without lot masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοίρου — ἄμοιρος without lot masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοίρους — ἄμοιρος without lot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοίρων — ἄμοιρος without lot masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)